|
το набросок, рисунок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово набросок? — ιχνογράφημα как на (ново)греческом будет слово рисунок? — ιχνογράφημα как с (ново)греческого переводится слово ιχνογράφημα? — набросок, рисунок — λήθαργος — άσωτος — πλινθοποιία — άψαχνος — φουσκαλίδα — γρέζα — δυσφημιστικός — μέγαρο — ελαιεμπορία — απασσάλειφτος — αποφαλάκρωση — απόσκιος — ορισμός — οστρακόδερμα — κουραδούμπα — κρεατώνω — αποζημιώνω — διπλάνο — δούκας — οιακοστρόφος — ζωντανά |
|||