|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυπηγοξυλουργός? — — απαράπειστος — αγγειορραγία — λουτρικός — συνήθης — ελεημονητικός — παίζομαι — εφτανησιακός — μεταλλόπλυση — αλληλοπρόγονα — φταίγω — βολεματίας — καζίνο — αψινθάτο — χρονοφωτογράφηση — πρωθιερέας — αποσχών — υπάγω — τοκογλυφώ — φτύκα — διευκρινιστικός — αεραντλία |
|||