Новогреческий словарь
ομμάτιον
ομμάτιον
το
глазик
;
===
παίρνω τών ομματιών μου — уходить с глаз долой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глазик
? —
ομμάτιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομμάτιον
? — глазик
#
(ново)греческий словарь
—
αποστασιοποιούμαι
—
κοκκώδης
—
ελαστικό
—
δεσποτικό
—
μονοκοτολήδονος
—
αφωτογραφιστός
—
στενός
—
λιοκάθισμα
—
μή με λησμονεί
—
αστοιχείωτος
—
διερώτησις
—
ριζοτόμον
—
αιματίσιος
—
ιατροδικαστικός
—
ανθυπομοίραρχος
—
βομβητής
—
οκνιάρης
—
σπορεύς
—
κατηφόρισμα
—
νεογέννητο
—
απολυτοκρατία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве