|
το глазик; === παίρνω τών ομματιών μου — уходить с глаз долой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глазик? — ομμάτιον как с (ново)греческого переводится слово ομμάτιον? — глазик — αποψυκτήριο — ήχθην — σκορδόπιστος — περικαλάω — ελατόν — ψύξη — νεφρεκτομία — βρακοζώνι — ανδρίζω — πρωτόπλαστοι — μεταλλογνωσία — εξερεύνηση — εκπαρθενεύω — υπερπροστατευτικά — ψαροκέφαλο — ξώ — ομελέττα — αντισκορβουτικός — γαλακτοπαραγωγός — αμια — αρτηριοσκλήρωση |
|||