Новогреческий словарь
οφειλόμενος
οφειλόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οφειλόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξά
—
πλεύρισμα
—
εύφθαρτος
—
δημοκρατικά
—
δημοσιεύω
—
αγκαθάρα
—
μαροκίνο
—
φλογόλευκος
—
μπαγιατίλα
—
υπόλοιπο
—
ανοικοδομημένος
—
κατασκηνώνω
—
χολέρα
—
κερασφόρος
—
καταγραφικός
—
γονεύω
—
πρωτοβάθμιος
—
πρήσμα
—
ανθοκηπουρική
—
παραφυλάσσω
—
εκχειλίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве