|
η 1) мех; 2) шуба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мех? — σισύρα как на (ново)греческом будет слово шуба? — σισύρα как с (ново)греческого переводится слово σισύρα? — мех, шуба — ζοχός — κόβα — γερολύκος — πεχλιβάνης — αμφίβιο — νομισματοθήκη — ασυνηγόρητος — γαβάνα — ραιβοποδία — προκάρδιος — αγιατρεψιά — κούρεμα — μπέκ — κουτόφραγκος — καλλωπιστήριο — μάρσιππος — χαλκοπωλείο — τιμολογώ — ξεκαπνίζω — βαμβακοσυλλεκτικός — γοργόφτερος |
|||