|
ничком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ничком? — ταπίστομα как с (ново)греческого переводится слово ταπίστομα? — ничком — εύνομος — εμφυσώ — φυγοπόλεμος — ολόπλευρος — κακοπορεύω — νευροκαβαλίκεμα — επείσθην — δικύλινδρος — ανατίμηση — δαιμόνισμα — οργιλότητα — ημισφαιροειδής — κυλίνδρωση — ψηφοθήρας — θεοποίηση — τροπωτήρ — εγκρύπτομαι — λιθόκονις — χορτοπιεστήριο — πενηντάρικος — ξεκολλημός |
|||