|
бесплодный (тж. перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесплодный? — ακάρπωτος как с (ново)греческого переводится слово ακάρπωτος? — бесплодный — αγιασμός — τσόντα — προαφαιρώ — ακράνι — λείαντρον — σουφρώνω — γαιανθρακούχος — ψεύταρος — γλωσσοφαγιά — δοκιμαστήριος — κρασίλα — ασύσταγος — αγόμωτος — τρωτός — προπαιδευτικός — ανασυγκροτικός — σκίμπους — ανδρογυναίκα — νηστεία — καλοσυστήνω — σταυλάρχης |
|||