|
нетерпкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нетерпкий? — άστυφος как с (ново)греческого переводится слово άστυφος? — нетерпкий — κακέκτυπο — εξάπλωση — ομονοώ — έξοδο — μάτισμα — αντιπολίτευσις — αγουλιανός — ξερόβηχας — προβαίνω — ατού — επανατάκτης — στανταρτοποίηση — κυματώδης — ευρέθην — προδιάσκεψη — δίδομαι — γλυκόζωος — συνωμοσία — πιέζομαι — κουμπουριά — κλασμένος |
|||