|
шейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шейный? — λαιμικός как с (ново)греческого переводится слово λαιμικός? — шейный — εκπολιορκώ — ζαβώνω — δωδεκαπλος — συνήθεια — χορευτής — γεωργός — καρέκλα — αιωνιότητα — χωριστής — σαμπάνια — φρυγείο — κρύψιμο — πυελίς — επάρατος — απεμπολήση — γυαλοκοπάω — καλοβρασμένος — δασερός — ερρινισμός — τορπιλλοβλητικός — οικοδόμημα |
|||