|
(αόρ. εφκήθηκα) см. εύχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εφκιέμαι? — — σκυλοπνίχτρα — κοπιάω — απόκειμαι — ξελαγαρίζω — τελετή — ζίζυφος — σημαιοστολισμένος — ρεμπέλιασμα — μπαρκάρω — ακοή — αλευριά — αιφνίδιος — υαλοποιία — δουγένι — στόκος — γουνοφόρος — πηγαδάς — ξεπετάγομαι — απαθής — εικονομαχία — φυτίστρα |
|||