|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τετράγλωσσος? — — χορτοβριθής — καστανέα — βουτυροποιείο — δουλάπι — εσπεριδοειδή — σπαθωτός — ακανθοειδής — αφόρτωτος — γνώριμος — ξύλωμα — εξαρτισμός — πλαγινός — μοραβίτης — ταπεινότητα — θεληματικά — σπασμένος — οικοδεσπότης — συμπαραστάτρια — φραντζέζικα — σκονισμένος — κατακρημνίζω |
|||