|
αόρ. от πέφτω, πίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έπεσα? — — κοψομεσιάζω — αερότοπος — μαύρισμα — εξιχνίαση — φωτοτυπικός — ψευδανθρακικός — αξιοτίμητος — επετειακός — ευδαιμονιστής — αφρώδης — γυναικολάτρης — όνος — μπάσκετμπολ — απροαιρέτως — μετροταινία — ιματιοφυλάκιο — παγανιά — ταπητοστρώνω — καρυά — στεγανόποδο — αισθητά |
|||