έπεσα

формы словаβ
έπεσα
αόρ. от πέφτω, πίπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово έπεσα? —


κοψομεσιάζωαερότοποςμαύρισμαεξιχνίασηφωτοτυπικόςψευδανθρακικόςαξιοτίμητοςεπετειακόςευδαιμονιστήςαφρώδηςγυναικολάτρηςόνοςμπάσκετμπολαπροαιρέτωςμετροταινίαιματιοφυλάκιοπαγανιάταπητοστρώνωκαρυάστεγανόποδοαισθητά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit