|
поглаживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поглаживать? — λαφροχαϊδεύω как с (ново)греческого переводится слово λαφροχαϊδεύω? — поглаживать — ανθολόγημα — συνάχωμα — ασταθής — βρωμισμένος — γυναικούλης — μεγαλακρία — ηθικολογώ — αγοραίος — αμαυρωτικός — μαργαρόρριζα — νικελωμένος — πλατύπους — διακολλητικός — κύπρινο — άγγελισσα — αποστερούμαι — νοτιάς — ιερατικός — εκσπερμάτοση — ραδιογωνιομέτρηση — άγαρμπος |
|||