|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκαρσίως? — — καστανέα — συριανός — ακάρπωτος — φεσάκι — απόψυξη — επανειλημμένος — ίδιος — αμυγδαλόπαστα — εντεροσκοπία — ημιτονοειδής — πλήρωσις — τετάρτη — δογματίζω — γαλακτικός — αρβανιτουριά — εύστοχος — στραβοκεφαλιά — αποθαυμάζω — βραχύπους — περιφερικός — ασφούγγηστος |
|||