|
η 1) беспамятность, забывчивость; 2) забвение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспамятность? — αμνημοσύνη как на (ново)греческом будет слово забывчивость? — αμνημοσύνη как на (ново)греческом будет слово забвение? — αμνημοσύνη как с (ново)греческого переводится слово αμνημοσύνη? — беспамятность, забывчивость, забвение — χρονολόγηση — ξυλοκόπος — κηροπωλείο — γιγάντια — νεολαία — εικονοποιός — διαγνωστική — ανιστορώ — καρνέ — γύμνια — εξάκτινος — λευκόσημον — μισότριβος — σακαράκα — ξηραντήρας — τορνωτός — μπουμπουκιάζω — υποδιευθυντής — επιπλοκή — μακαριότητα — αυτομαγνήτιση |
|||