|
το монограмма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монограмма? — μονόγραμμα как с (ново)греческого переводится слово μονόγραμμα? — монограмма — βαβούρα — σερβιτόρα — αλάβωτος — εκρηξιγενής — μοσχοβίτικος — γέμιση — σουρομαδιούμαι — ατμονομέας — δικράνα — πολυχρονισμός — αρχιμανδρίτης — επτακοσαριά — απολογητική — πρωτόγερος — σαράντισμα — χαριστικός — ποταμοπλοΐα — γόητρον — δοτικός — αντίδι — ευκολοδιόρθωτος |
|||