|
физически истощаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово физически истощаться? — ξεστυλώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεστυλώνομαι? — физически истощаться — τάγγιση — τρωγλοδυχώ — ξεκουρδίζω — μισός — συγκολλώ — ανοικοδομητικός — δευτεροετής — μαγγανησιούχος — ηφαιστειακός — λιθολογικός — εριννύς — γνέμα — φαινικό — εξηκοντάς — απλήθυντος — θαλασσοπνίχτης — αταίριαστος — παιδιαρίστνκος — αγουροφάγος — γοργά — αρσενικό |
|||