|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιθωριακός? — — σκουλάτος — νοικάρισσα — κληρονομικός — νιώσιμο — εκκριματοφόρος — κολλητήρι — διατηρητέος — δοκίμως — δαφνέλαιον — ενζωοτία — διεθνικότητα — εγχελυοτροφείον — δασώνω — αναπάπουλος — ευλογιά — ξεσυνέριο — ανεπιστρεπτί — απαλλοτριωτέος — ανακλητήριος — αμπογιάντιστος — καλλιεργήσιμος |
|||