|
ο инженер-дорожник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инженер-дорожник? — οδοποιός как с (ново)греческого переводится слово οδοποιός? — инженер-дорожник — βουτυροποιείο — αυτόγυρο — αλφαδιαστός — ατζαμωσύνη — μενεξές — διαψευσμένος — σαρκολαβίδα — μπαλλόνι — τραβέρσα — στεγανόποδα — εφαπτομένη — σκιτζίδικος — σαφηνιστικός — υδατοειδής — βουτηχτός — εβδομηκοντούτης — αναιρέσιμος — αλληλοσπαραγμός — προτάσσω — δίοπος — εφετικός |
|||