Новогреческий словарь
αναρροφητικός
αναρροφητικός
всасывающий
;
~ή αντλία — всасывающий насос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
всасывающий
? —
αναρροφητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναρροφητικός
? — всасывающий
#
(ново)греческий словарь
—
υδατόσημο
—
αντιπνέω
—
ναρκαλιευτικό
—
αγγρισμός
—
προσπάθεια
—
ψάλσιμο
—
αππαρταμέντο
—
λέσχη
—
παρατσούκλι
—
αβίδιαστος
—
ελκωση
—
πεσιμιστικά
—
αμμάτισμα
—
ακανθοστεφής
—
ψιλικό
—
ακοορος
—
δοκιμιογράφος
—
επικαρπωτής
—
σύγγαμβρος
—
άρπυιο
—
ανευλαβώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве