|
ο мин. лигнит, бурый уголь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лигнит? — λιγνίτης как на (ново)греческом будет слово бурый уголь? — λιγνίτης как с (ново)греческого переводится слово λιγνίτης? — лигнит, бурый уголь — μαγγανοπήγαδο — ανισοβαρώς — χώσιμο — εντολοδόχος — γάμμα — πρόσθεμα — επτάτονος — βαμβακοκλώστρια — αλαφάκι — φωτοσβεστικός — ελεημοσύνη — γεροδένω — προσμιγνύω — πολυέλαιος — οθενδήποτε — αρμονικός — αμφότεροι — ζυμομύκης — ασχημία — αναπηνίστρια — ξεροτηγάνισμα |
|||