|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοκρίνομαι? — — συχωρνάω — δήωση — ουδετερόφιλος — ασφαλιστικό — μπούκωμα — ελεγείο — σιδηρόδεσμος — μπουμπούκιασμα — σώτειρα — κάστρο — επιστατώ — ξεβρακώνομαι — οκταετηρίδα — αναφομοίωτα — επέκταση — έφηβος — ζαρζαβάτι — βόχα — επώκησα — αντίρροια — χρυσόνημα |
|||