|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φυγοδικέω? — — αλληλένδετο — μαυροπελαργός — χωρίον — ζυγωματικός — αγγελάκι — ξαναμωραίνω — λιθανθρακόπισσα — αναγκάζω — ξελησμόνημα — άσφαχτος — χολημεσία — σαπιολέμονο — αποθέτω — εμπροστινός — χάλκευση — φορέω — ελεημονιούμαι — υδρόφοβος — σύμφυση — σημασιολογικός — σκηνογραφικός |
|||