|
παθ. αόρ. от εκτρίβω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετρίβην? — — φελόνι — ισορροπία — πλησίον — δεύτερο — ανάπλαση — μητραλγία — στεφάνιο — αλατογόνος — ακροστιχίδα — φέρομαι — απεργασία — ρότορ — σωλήνωση — διαφώσκω — υπομισθωτής — ανθυπίατρος — ανημπόρευτος — συμβουλευτικός — αλογόνο — σαυροειδής — ψυχογραφία |
|||