Новогреческий словарь
ανακόλλημα
ανακόλλημα
το 1)
наклейка
;
2)
пластырь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наклейка
? —
ανακόλλημα
как на
(ново)греческом
будет слово
пластырь
? —
ανακόλλημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακόλλημα
? — наклейка, пластырь
#
(ново)греческий словарь
—
λιθοθρύπτης
—
άϊ
—
ποντικοφάγωμα
—
ξεγλιστράω
—
αργόβαδος
—
πολυγυνία
—
ομο-
—
ασκίδι
—
χαβανόχερο
—
πολωνέζικος
—
κεραμευτική
—
εκδάσωση
—
δεκαπενταυγουστιάτικος
—
τσαρουχάς
—
ναύσταθμος
—
αυτογέννηση
—
γεροντολογώ
—
λιμάνι
—
κριματισμένος
—
ποίηση
—
ματαιοσπουδώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве