χλώριο

формы словаβ
χλώριο
το хим. хлор;
          βάζω ~ — хлорировать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово хлор? — χλώριο
как с (ново)греческого переводится слово χλώριο? — хлор


κομμωτήριοαρχικελευστήςδωδεκαπλοςδιαρρινώγένεσημαντεμένοςαντικρούστηςπεριμαζεύομαιγνώροςόνειδοςαποδέχομαιακατασκευάστωςδιαβολάκιαθλιότηταυποταγήφιδόχορτοσκοτιδικυανίωσηεύσχημαανθοκράμβηασέβαστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit