|
το хим. хлор; βάζω ~ — хлорировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлор? — χλώριο как с (ново)греческого переводится слово χλώριο? — хлор — κομμωτήριο — αρχικελευστής — δωδεκαπλος — διαρρινώ — γένεση — μαντεμένος — αντικρούστης — περιμαζεύομαι — γνώρος — όνειδος — αποδέχομαι — ακατασκευάστως — διαβολάκι — αθλιότητα — υποταγή — φιδόχορτο — σκοτιδι — κυανίωση — εύσχημα — ανθοκράμβη — ασέβαστος |
|||