|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λεβέντικα? — — ανεμοκίνητος — καβγαδάκι — δημόσιος — πεζοναύτης — πορνογραφώ — ρήτορας — ευφροσύνη — αξεδιάλυτος — αλφαβήτιση — ψειριασμένος — ξυλόκαρφο — σιδηροπώλης — σκαλωτός — νομισματοδέκτης — αναπαραγωγή — συνετά — οίνος — ισόνομος — γεννητούρια — χρωμικός — κανοναρχώ |
|||