|
ο ист. адвокат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово адвокат? — δικολόγος как с (ново)греческого переводится слово δικολόγος? — адвокат — διαλαλώ — Οβριά — αμαυροφανής — αιμάτινος — υψίπεδο — αποθησαυρισμένος — σκάω — σκλαβιά — βεντέττα — βορβός — μπαχτσεβανικά — αλωνίστρια — ακούνητος — χαρούμενα — μαλακανδρέας — εκτόμηση — οφιοειδή — μνηστή — αδεκαρία — αμύνομαι — χαρτοπαίκτρια |
|||