|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φουρνάρικο? — — ανερυθρίαστος — ανυποτίμητος — ντούέτο — συμφωνητικό — επιδερμοφοτία — τοπιογραφία — αιμάτινος — αζευγάριαστος — ελαιοπιεστήριο — λυμεών — πριχού — μανικετόκουμπο — ατιμωρητί — φωτοσβεστικός — ασπαλιεύς — νεοττεύω — κουμπαριά — συριστός — ασκόλαστος — διαδρομέας — υψωτής |
|||