|
το молочник (посуда) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочник? — γαλακτοδοχείο как с (ново)греческого переводится слово γαλακτοδοχείο? — молочник — καλανδάρι — σακοράφα — βαβούρα — ιαβέρειος — μισανοίγω — υστερινός — χέζω — μπορντούρα — ημίλιτρον — αυτοσεβασμός — αυτοσχεδίαση — αραιός — επτάς — ευδιάκριτος — λεμφοειδής — ονομαστικώς — αυτοκινητάδα — χοντρομαλάκας — ράπτης — ψάχνω — μπετόν |
|||