|
искупать (свою) вину; αδύνατον νά ~ωθώ απέναντι του — [phrase]я не смогу искупить свою вину перед ним[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово искупать вину? — εξιλεώνομαι как с (ново)греческого переводится слово εξιλεώνομαι? — искупать вину — αυτοαναφλέγομαι — απαισιόδοξος — Βλαχιά — επίγραμμα — αγόρι — βιβλιοπώλισσα — αρτάνη — ακαλαφάτιστος — μερσίνι — εποπτεία — ψηφοδόχος — ανεμογραφικός — χειρόφρενο — ακληρία — ομόφωνα — δεικτικός — μακέττα — ανοιχτόκαρδος — υγρομετρικός — παιδεύομαι — σιδηρουργός |
|||