|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εργατόπαιδο? — — εμφιλοχωρησία — κατακόπτω — νεροφάγωμα — ενεός — ιλύς — ανοικειότητα — εμβρυακός — γεώλοφος — αλαταποθήκη — ράγιση — μερομήνια — τσατσά — βαθύνοια — γρηά — διάπυρος — στριγκλίζω — χρυσοποίκιλτος — αυτοκυβερνησία — εμβρυοτόμος — αγριότητα — γέρσιμο |
|||