Новогреческий словарь
στεφανωμένος
στεφανωμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
στεφανωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναγορευτικός
—
Ολλανδία
—
ομολογία
—
ψυχομάντις
—
αποσκότεινα
—
ολοκληρωτικώς
—
ετράπην
—
νιόπαντρος
—
σχοινοβατώ
—
κεντρίνης
—
εκκένωση
—
γάπια
—
εδάφιο
—
εργασία
—
χορογράφος
—
οργανικά
—
ανειδίκευτος
—
αδελφοσκοτωμός
—
στερεοτυπικός
—
αράδα
—
μισοσαράκοστο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве