|
чередующийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чередующийся? — αλληλοδιάδοχος как с (ново)греческого переводится слово αλληλοδιάδοχος? — чередующийся — καθαρισμός — κρυστάλλιασμα — πολυχρόνιο — καλησπερίζομαι — τραγανός — κρεβατοκάμαρα — ξεροπόταμος — διαθέτης — ξεβρακώνω — ζέβω — γηροκομία — μαγγανευτικός — ατμολουτήρας — πλειοψηφών — σκυλοδόντι — ηπατισμός — γκαζόμετρο — γαληνότατος — καρροτσιέρης — λαχτάρισμα — αποκουμπώνω |
|||