Новогреческий словарь
σύγχρονα
σύγχρονα
одновременно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одновременно
? —
σύγχρονα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύγχρονα
? — одновременно
#
(ново)греческий словарь
—
δογματικότητα
—
ψυχοπαίδα
—
επίκαμψις
—
πού
—
γερμανισμός
—
υδρορρόη
—
ζωοφυσική
—
βοσκηματώδης
—
αστόλιστος
—
μονότροπος
—
μυταράδικο
—
ψαρήσιος
—
στούκας
—
δακτυλοδεικτούμενος
—
ασαπούνιστος
—
τεθλασμένος
—
γεναρχία
—
ανασκελώνω
—
ραδιογωνιομέτρηση
—
καταδυναστεύω
—
μετωνυμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве