|
певучий; ~ή φωνή — певучий голос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово певучий? — τραγουδιστός как с (ново)греческого переводится слово τραγουδιστός? — певучий — εξαγώγιμος — λαγοκοίμητος — λίπα — έμπα — ανάκραοη — φαλαινοειδής — ύμνηση — μπροστινά — ανεξίτηλο — δαντελλοποιία — επιχάλκωση — κεντρί — τεπές — νευροκαβαλλίκευμα — καλλιτέχνημα — ανατίμηση — μπελλαντόνα — ασίγητος — αναδιπλασιάζω — συνεργατικός — γρανάζι |
|||