Новогреческий словарь
αντλητήρας
αντλητήρας
ο 1)
насос
;
2)
ведро
;
3)
черпак
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
насос
? —
αντλητήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
ведро
? —
αντλητήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
черпак
? —
αντλητήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντλητήρας
? — насос, ведро, черпак
#
(ново)греческий словарь
—
ψεκαστήρας
—
αρτοποιητικός
—
φαινόμενος
—
ανήγαγον
—
ηνιοχώ
—
ακριβαίνω
—
κουφός
—
οινέμπορος
—
πατρόν
—
ξεκουκουλώνω
—
προφασίζομαι
—
πρός
—
τριακοντούτης
—
δεκαεφτάχρονος
—
ψήστης
—
δρομίτικος
—
νυχτ-
—
παρασύνθημα
—
τραυώ
—
πυρήνα
—
ασυγνέφιαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,