|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προνοιακός? — — μακραίνω — δόξασμα — νομαρχία — ανάρρηγμα — αναρροφητήρας — δίπολος — μηχανορραφώ — κρυφακούω — τσάχαλο — ισόθεος — απονωρίς — προσαρμοστικός — πάρεργος — πίπισμα — συνεργάτιδα — ακαταποσία — τεζαρισμένος — βαρυπενθής — ελμινθοβότανον — γλυκάκιας — κορακάτος |
|||