|
подвергшийся нападению партизан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подвергшийся нападению партизан? — ανταρτόπληκτος как с (ново)греческого переводится слово ανταρτόπληκτος? — подвергшийся нападению партизан — αμυκτήριστος — βραχύτητα — ασπρογάλιασμα — οδοντοτεχνία — ξυλουργία — άγρωστις — ξαναγάπησαν — φοβητσιάρικος — ρωγαλιά — αμοιβαίος — σταφιδέμπορος — αερολιμένας — αλατοπηγία — οκτωβριάτικος — αιχμαλωτίζω — αρματομαχία — ανθρωπιστικός — τοιχοκόλληση — κατανίκηση — σπλάγχνο — εξωθώ |
|||