|
полный мужчин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полный мужчин? — ανδροπληθής как с (ново)греческого переводится слово ανδροπληθής? — полный мужчин — αγογγυσίς — παρρησία — προετοιμασμένος — φερέγγυος — ξεκουμπίζω — βοστρυχώδης — ομιλία — λογάδι — άραθα — παρανοϊκός — αφελκύω — φτουρώ — κηδεμόνας — ψευδαργυρώνω — περιουσιακός — συστολικός — νοομάντις — ποταμίσιος — δόμημα — αμφιρρεπής — ορεχτικός |
|||