|
сальный; ~ο κερί — сальная свеча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сальный? — αλειμματένιος как с (ново)греческого переводится слово αλειμματένιος? — сальный — γυαλί — κομπορρήμων — ασχημούλα — αιμοβαφής — αμαύλιστος — απρόσδεκτος — απομονώ — κορδελλού — εμφιλοχωρησία — γλυπτός — διαθέτης — κολίτιδα — πλήθιος — πονεπιστήμιο — γυναικείος — διευρύνω — πρωτοχρονιάτικα — καλάμισμα — επισυμβαίνω — καταστρεπτικός — επάνθηση |
|||