|
το деревце #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревце? — δεντρούλι как с (ново)греческого переводится слово δεντρούλι? — деревце — επαίρομαι — παιδιακήσιος — μεγαθυμία — πολυτοκία — απομυξίζω — ψειριάρικος — πλούτη — ερανιστικός — καραγκιοζιλίκι — στενογράφος — θετικοδοξία — μιλιούνια — αντεπίτροπος — εκατόμβη — ενοχλητικότητα — εξάνθημα — εκμηχανίζω — απόκρυψη — τριακοσαριά — παλιόκορμο — τοπομαχία |
|||