|
как попало; вперемешку, беспорядочно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово как попало? — ανάκατα как на (ново)греческом будет слово вперемешку? — ανάκατα как на (ново)греческом будет слово беспорядочно? — ανάκατα как с (ново)греческого переводится слово ανάκατα? — как попало, вперемешку, беспорядочно — ναυλολόγιο — αριστεροσοσιαλιστικός — διγώνιος — ανύφαντος — περιπτεριούχος — αποθρασύνω — γαυριώ — ανάπλωτος — Ρωσίδα — αποσφουγγίζω — σάξειον κέρας — έθος — αποβαρβάρωση — επιστημολογία — εξαγνιστικός — ευμελής — κουνιστός — μούλκι — γκιουβετσάδο — αζούπιστος — καιροσκοπισμός |
|||