|
воен. охватывающий, обходный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охватывающий? — υπερκερωτικός как на (ново)греческом будет слово обходный? — υπερκερωτικός как с (ново)греческого переводится слово υπερκερωτικός? — охватывающий, обходный — ελλόγος — καπνοσωλήνας — μωρολογία — σοκολατοποιία — ανασκέλωμα — ασπροσίτικος — λουλακής — έκδηλα — αφέλεια — υδροστάτης — αφαιρέτης — επιμελητηριακός — αντισηκώνω — σουρεαλισμός — υδατοκομία — τένων — ελληνορράφτης — ασυστόλως — χωματένιος — ακαροειδής — τάραξη |
|||