Новогреческий словарь
ξινούτσικος
ξινούτσικ|ος
кисловатый, терпкий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кисловатый
? —
ξινούτσικος
как на
(ново)греческом
будет слово
терпкий
? —
ξινούτσικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξινούτσικος
? — кисловатый, терпкий
#
(ново)греческий словарь
—
τροχιόδρομος
—
λιποθυμιά
—
Κρήτη
—
πενταροδεκάρες
—
αθλιότητης
—
ναυτικός
—
λουλακάτος
—
αναβρακάτος
—
απανταχού
—
αιματοφόρος
—
κυματοθραύστης
—
κοινοβούλιο
—
βεγγαλέζικος
—
ανοσοποιητικός
—
αναχρέμπτομαι
—
κληρονομιά
—
ευκίνητο
—
υποστυλωτικός
—
καράβινα
—
γόμα
—
κεντροφόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве