|
в лицо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово в лицо? — καταπρόσωπο как с (ново)греческого переводится слово καταπρόσωπο? — в лицо — βουρβούλακας — εκχειλίζω — σπαθασκία — εσωκάρδιον — ανεμίζω — μαργώνω — χαλικώδης — χαυνότητα — επειδή — άλευρον — υπερτονικός — ανθοπώλις — ξάφνου — κατωσάγονο — εκκαψυλλιώνω — παραίσθηση — σπόρτ — αίγλη — αγρανάπαυση — αφρομανώ — στρατοδικείο |
|||