|
(-ποδός) ο, η коротконожка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коротконожка? — βραχύπους как с (ново)греческого переводится слово βραχύπους? — коротконожка — απλάνητος — στρατολογώ — καταπρόσωπο — μεταφυτευτός — ακτινοβολώ — επαναπατρισμός — απόθεμα — αργότερα — απρόσκοφτος — πένης — ποικιλόθερμα — νομικός — νερομουρμούρισμα — ράξ — παρουσιάσιμος — βουλευτοκρατία — ακτινοδέσμη — κοντολαίμα — βρεφοκομία — συναλλαγματική — πολυδάκρυτος |
|||