Новогреческий словарь
αντιμετριέμαι
αντιμετριέμαι
мериться
(силой и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мериться
? —
αντιμετριέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιμετριέμαι
? — мериться
#
(ново)греческий словарь
—
διαβλητικός
—
Ινδός
—
λαμπριάτικος
—
γατότριχα
—
Αιγαίος
—
αρνοκλήσι
—
αντισκωριακός
—
ασκωρίαστος
—
αντιπνέω
—
διπλόσημος
—
επιδόρπια
—
πλάτη
—
τουφεκίζω
—
ετερογένεια
—
μαντευτός
—
τουφεκιά
—
προφήτεμα
—
γκεργκέφι
—
εφτάδυμος
—
αεροβόλο
—
πολύχρονος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве