|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναμειγνύω? — — μάσε — ερημόνησος — αναγυρεύω — χαζοχαρούμενος — κουκιά — μόνιμος — φιαλωτός — εργατικός — κοκκινίζω — ζυγισμένος — πατριδοκάπηλος — πρανές — ταχυδακτυλουργικός — γόητρον — ακτινίδιο — φτερούγι — καθοδηγητικός — μωλώπισμα — χρυσορραπτικός — μικροπρόσωπος — μπαγιατίλα |
|||