|
το геогр. бассейн #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бассейн? — λεκανοπέδιο как с (ново)греческого переводится слово λεκανοπέδιο? — бассейн — λιθανθρακωρύχείο — εναλλάσσομαι — αγναντώ — τσιγγάνικος — χωριατεύω — προστάσσω — υφύγρωση — εξάρτιση — ξενογλωσσία — έπαρχος — φαφλατίζω — σακκιά — αποχρωστικός — θειαφής — ψιμάρνι — νικοτινισμός — διγενής — θολερός — εδώδιμος — παραλειπόμενα — λάβρος |
|||